πίτουρα

πίτουρα
Παραπροϊόν της αλευροβιομηχανίας. Αποτελείται από το φλοιό των κόκκων των δημητριακών και από υπολείμματα ακοσκίνιστου αλευριού. Ανάλογα με το είδος των δημητριακών που αλέθονται, τα π. είναι από σιτάρι, σίκαλη, κριθάρι, ρύζι, μαυραγάνι κ.ά. Τα π., κυρίως από σιτάρι και από σίκαλη, είναι πολύτιμη τροφή για όλα τα είδη γεωργικών ζώων. Η θρεπτική τους αξία εξαρτάται από την περιεκτικότητά τους σε αλεύρι. Όσο περισσότερο αλεύρι περιέχουν, τόσο μεγαλύτερη είναι και η θρεπτική αξία τους. Μεγάλες ποσότητες π. στο ψωμί ελαττώνουν την αφομοίωση του από τον οργανισμό, ενώ μικρές προσμείξεις βελτιώνουν τη γεύση και αυξάνουν τις περισταλτικές κινήσεις των εντέρων. Τα π. του συναπιού είναι απαραίτητα στην παρασκευή μουστάρδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πίτυρο — το / πίτυρον, ΝΑ, και πίτουρο και πίτερο, Ν ο φλοιός που αποβάλλεται κατά την άλεση τών δημητριακών και ιδίως τού σιταριού νεοελλ. 1. φρ. «τρώει πίτουρα» μτφ. (για πρόσ.) είναι ανόητος, χαζός σαν ζώο 2. παροιμ. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα… …   Dictionary of Greek

  • αλευρίτης — Είδος σιταριού που δίνει πολύ αλεύρι και λίγα πίτουρα. Α. ονομάζεται επίσης και το χιόνι που έχει πολύ λεπτές νιφάδες, καθώς και μια παιδική αρρώστια που προκαλεί αλευρώδες εξωτερικό κάλυμμα στο δέρμα. (Βοτ.) Α. λέγεται και γένος ελαιοπαραγωγών… …   Dictionary of Greek

  • αλευροσκούληκο — Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των τενεβριδών, που ζει στις σιταποθήκες και στους αλευρόμυλους, όπου τα έντομα αποθέτουν τα αβγά τους μέσα στα τσουβάλια με το αλεύρι και οι προνύμφες τους βρίσκουν έτσι άφθονη τροφή αμέσως μετά την εκκόλαψή… …   Dictionary of Greek

  • βράδυ — το και βράδι και βραδί (Μ βράδυ και βραδίν) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η περίοδος του λυκόφωτος νεοελλ. φρ. α) «πρωί βράδι» διαρκώς β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το ταχύ» ή «άλλα το πρωί κι άλλα …   Dictionary of Greek

  • εύκονος — εὔκονος, ον (Α) (ενν. άρτος) άρτος κατασκευασμένος από πίτουρα («τὸν πιτυρίτην ἄρτον, ὅν εὔκονον ὀνομάζουσι», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κονος αμφίβολης προελεύσεως. Η σύνδεση με το κονή «φόνος» (< καίνω «σκοτώνω») δεν ευσταθεί σημασιολογικώς …   Dictionary of Greek

  • κάρκαρα — κάρκαρα, τὰ (Α) πίτουρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κάρκαρον] …   Dictionary of Greek

  • κρησάρα — η (Α κρησέρα, ιων. τ. κρησέρη, ελεατ. κραἅρα) λεπτό κόσκινο με το οποίο καθαρίζεται το αλεύρι από τα πίτουρα, αλλ. σήτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα έρα (πρβλ. διφθ έρα, χολ έρα). Προβληματική παραμένει η προέλευση τού θ.… …   Dictionary of Greek

  • κυρήβια — κυρήβια, ίων, τὰ (Α) 1. αποφλοιωμένα σιτηρά και άχυρα ή πίτουρα σιτηρών, κυρίως κριθαριού, ή αποφλοιωμένα όσπρια 2. ο τόπος ή το κατάστημα όπου πωλούσαν τα κυρήβια («οἶδα τὰς ὁδούς, ἅσπερ Εὐκράτης ἔφευγεν εὐθὺ τῶν κυρηβίων», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κότα — και κόττα, η 1. το κατοικίδιο πτηνό όρνιθα 2. μτφ. ελαφρόμυαλη και κακόγουστα φανταχτερή γυναίκα 3. φρ. α) «η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα» λέγεται για περιπτώσεις μεγάλου διλήμματος β) «κοιμάμαι με τις κότες» κοιμάμαι πολύ νωρίς γ)… …   Dictionary of Greek

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”